ταπεινολόγος

ταπεινολόγος
-ον, ΜΑ
αυτός που μιλά με ταπεινότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταπεινολογία — ἡ, Α [ταπεινολόγος] ταπεινή, αξιοθρήνητη ομιλία …   Dictionary of Greek

  • ταπεινολογώ — έω, Μ [ταπεινολόγος] μιλώ με ταπεινότητα, με σεμνότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”